- πληκτροποιός
- πληκτρο-ποιός, ὁ,A maker of πλῆκτρα, Poll.7.154:—hence [suff] πληκτρο-ποιία, ἡ, manufacture of πλῆκτρα, ibid.: Adj. [suff] πληκτρο-ποιικός, ή, όν, ibid. Adv. -κῶς ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πληκτροποιός — maker of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτροποιός — ὁ, Α τεχνίτης που κατασκευάζει πλήκτρα για έγχορδα ὁργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆκτρον + ποιός*] … Dictionary of Greek
πληκτροποιΐα — ἡ, Α [πληκτροποιός] η τέχνη τού πληκτροποιού … Dictionary of Greek
πληκτροποιητικός — ή, όν,Α [πληκτροποιός] το θηλ. ως ουσ. η τέχνη τού πληκτροποιού. επίρρ... πληκτροποιητικῶς με την τέχνη τού πληκτροποιού … Dictionary of Greek